- φιληνάδα
- η, Νβλ. φιλενάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλενάδα — και φιλαινάδα και φιληνάδα και φιλινάδα, η, Ν 1. φίλη 2. ερωμένη, αγαπητικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., με αρχική τη γρφ. φιλαινάδα, έχει προέλθει από τον τ. φιλαινάοες, πληθ. τού φίλαινα «φίλη», κατά τα αδερφάδες, κουνιάδες, συνυφάδες] … Dictionary of Greek